συγκαλύπτω

συγκαλύπτω
μετ.
1) окутывать, обволакивать; делать невидимым, закрывать отовсюду (от взоров); 2) закутывать; 3) перен. укрывать, заниматься укрывательством (преступника и т. п.); 4) перен. скрывать, утаивать (что-л.); покрывать (кого-что-л.); замалчивать (что-л.);

συγκαλύπτω την αλήθεια — скрывать правду;

συγκαλύπτω -[ην υπόθεση — замять дело;

συγκαλύπτω την κατάχρηση — скрывать растрату;

5) перен. маскировать, прикрывать, вуалировать;
6) воен, маскировать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συγκαλύπτω" в других словарях:

  • συγκαλύπτω — cover pres subj act 1st sg συγκαλύπτω cover pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαλύπτω — συγκαλύπτω, συγκάλυψα βλ. πίν. 11 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συγκαλύπτω — ΝΜΑ [καλύπτω] 1. καλύπτω εντελώς 2. αποκρύπτω, αποσιωπώ («αποπειράθηκε να συγκαλύψει την αλήθεια») αρχ. (αμτβ.) καθιστώ κάτι ασαφές …   Dictionary of Greek

  • συγκαλύπτω — συγκάλυψα, συγκαλύφτηκα, συγκαλυμμένος, αποκρύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φανερωθεί: Συγκάλυψαν τους ενόχους της προδοσίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκαλύπτετε — συγκαλύπτω cover pres imperat act 2nd pl συγκαλύπτω cover pres ind act 2nd pl συγκαλύπτω cover imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαλύπτῃ — συγκαλύπτω cover pres subj mp 2nd sg συγκαλύπτω cover pres ind mp 2nd sg συγκαλύπτω cover pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαλύψει — συγκαλύπτω cover aor subj act 3rd sg (epic) συγκαλύπτω cover fut ind mid 2nd sg συγκαλύπτω cover fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαλύψουσι — συγκαλύπτω cover aor subj act 3rd pl (epic) συγκαλύπτω cover fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συγκαλύπτω cover fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαλύψουσιν — συγκαλύπτω cover aor subj act 3rd pl (epic) συγκαλύπτω cover fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συγκαλύπτω cover fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαλύψω — συγκαλύπτω cover aor subj act 1st sg συγκαλύπτω cover fut ind act 1st sg συγκαλύπτω cover aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαλύψῃ — συγκαλύπτω cover aor subj mid 2nd sg συγκαλύπτω cover aor subj act 3rd sg συγκαλύπτω cover fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»